ραχάτεμα

ραχάτεμα
το, Ν [ραχατεύω]
1. ανάπαυση
2. τεμπελιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ραχάτεμα — το το να ραχατεύει κανείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”